-
1 ηρεμησις
дор. ἀρέμησις - εως ἥ1) покой, неподвижность(ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Plat.; ἥ ἠ. στέρησις τῆς κινήσεως, sc. ἐστιν Arst.)
2) спокойствие, успокоение(τῆς ὀργῆς Arst.)
1 ηρεμησις
(ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Plat.; ἥ ἠ. στέρησις τῆς κινήσεως, sc. ἐστιν Arst.)
(τῆς ὀργῆς Arst.)